καταλείφω

καταλείφω
καταλείφω (AM)
1. αλείφω εντελώς, σκεπάζω τελείως με αλοιφή
2. βάζω αλοιφή
3. επιχρίω με πηλό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • κατάλειπτος — κατάλειπτος, ον (Α) [καταλείφω] αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ») …   Dictionary of Greek

  • καταλιφή — καταλιφή, ἡ (Α) αμμοκονίαση, σοβάντισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλείφω. Ο τ. ἀ λιφ ή, παράλληλος τού ἀλοιφή, εμφανίζει μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lei bh , αν δεν πρόκειται απλώς για ορθογραφικό σφάλμα] …   Dictionary of Greek

  • προσκαταλείφω — Α αλείφω εντελώς κάτι ακόμη («πηλῷ προσκαταλείψαντες εντίκτουσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταλείφω «αλείφω εντελώς»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”